- Δυναμένην
- Δυναμένηfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυναμένην — δύναμαι to be able pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсемогыи — (11??) пр. Всемогущий, всесильный: г҃и всемогыи б҃е бѹди мнѣ помощникъ и защитникъ. СбЯр XIII, 27; Всемогыи б҃е азъ ѹкоренъ тѩ молю. Там же, 147; въ ѥдино ѡболъкъсѩ ˫ако въ бронѩ въ кровъ || твои. и въ всемогѹщеѥ твоѥ зостѹплѣниѥ. СбЯр XIII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
SICLUS — Hebr. Shekel, nummus apud Hebraeos argenteus frequens, duplex erat, Siclus Regius, seu communis, quem laicum vocavit Pagninus, et Siclus Sacer seu Sanctuarii, quorum hie τετράδραχμος ille δίδραχμος, fuit. Siclo Sanctuarii communiter insculpta… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπτύσσω — ἐπιπτύσσω (Α) [πτύσσω] 1. διπλώνω («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», Λουκιαν.) 2. κάνω πτυχές, σούρες 3. μέσ. ἐπιπτύσσομαι διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι κάπου («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… … Dictionary of Greek